- διαφορά
- Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία.
(Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η αντιστοιχία αυτή μιας δ. (β – α) σε κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών ορίζει στο σύνολο Π των πραγματικών αριθμών την πράξη της αφαίρεσης. Δ. ονομάζεται επίσης το αποτέλεσμα της αφαίρεσης δύο αλγεβρικών εκφράσεων.
(Νομ.) Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος καταφεύγει στο δικαστήριο ζητώντας να του αναγνωριστεί δικαίωμα που ισχυρίζεται ότι έχει. Στο διεθνές δίκαιο οι δ. που ανακύπτουν όταν η αξίωση ενός κράτους αμφισβητείται ή μένει ανικανοποίητη λόγω αντίστασης ενός άλλου κράτους, διακρίνονται σε νομικές και πολιτικές, ανάλογα με τους λόγους που προβάλλονται ως βάση της αξίωσης ή της αμφισβήτησης. Εκτός από τα μέσα καταναγκασμού (όπως η ανταπόδοση, τα αντίποινα, ο οικονομικός αποκλεισμός, η επέμβαση και o πόλεμος), στα οποία τα κράτη μπορούν να προσφύγουν για να επιτύχουν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, η ειρηνική επίλυση των δ. συντελείται με τη μεσολάβηση μιας συμφωνίας· για την επίτευξη αυτής της συμφωνίας τίθενται σε εφαρμογή διάφορες διαδικασίες που διαφέρουν μεταξύ τoυς, είτε ως προς την αποτελεσματικότητα είτε ως προς το είδος της δ. που είναι ικανές να ρυθμίσουν. Οι απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, που είναι ασφαλώς η πιο διαδεδομένη μέθοδος, ενισχύονται συχνά από τις φιλικές ενέργειες και τη μεσολάβηση τρίτων –κρατών, ατόμων, διεθνών οργανισμών– που επεμβαίνουν για την άμβλυνση της έντασης μεταξύ των ενδιαφερομένων. Η συμφιλίωση κατέχει ενδιάμεση θέση μεταξύ αυτού του τύπου παρεμβατικής επίλυσης και της διαιτησίας, στο μέτρο που και αυτές έχουν ως μόνη επιδίωξη να διευκολύνουν την απευθείας συμφωνία και την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, είναι όμως μέσα περισσότερο κατάλληλα για την επίλυση των νομικών παρά των πολιτικών δ. Η ρύθμιση των δ. που αφορούν την ειρήνη και τη διεθνή ασφάλεια έχει ανατεθεί σήμερα, με βάση το καταστατικό του ΟΗΕ, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας, στη Γενική Συνέλευση και στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ.
(Φυσ.) Δ. δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ονομάζεται το μέγεθος που χαρακτηρίζει τα σημεία ενός ηλεκτρικού πεδίου ή μιας διάταξης και ισούται με το έργο που παράγει το πεδίο κατά τη μεταφορά ενός φορτίου μεταξύ των δύο εν λόγω σημείων.
Δ. μάζας είναι το φυσικό φαινόμενο του ατομικού πυρήνα κατά το οποίο η ελλείπουσα μάζα μετατρέπεται σε ενέργεια.
Τέλος, δ. φάσης είναι το διάστημα του ελάχιστου χρόνου κατά το οποίο δύο περιοδικά μεγέθη μηδενίζονται ακολουθώντας την ίδια φορά διάδοσης.
* * *η (AM διαφορά)1. ανομοιότητα, διάκριση, παραλλαγή2. πλεονέκτημα, υπεροχή («εἴ που τι καλὸν ἢ μέγα γέγονεν ἢ καί τινα διαφορὰν ἄλλην ἔχον», Πλάτ. Τίμ.)3. ωφέλεια, κέρδος, διάφορο («ὅ τε κίνδυνος ἥ τε αἰσχύνη μείζων οὖσα τῆς διαφορᾱς», Αντιφών)νεοελλ.1. φρ. «με τη διαφορά ότι» — υπό τον όρο, με την επιφύλαξη2. τόκος («χρεωστώ... άσπρα χιλιάδες δέκα... και να τού τά φέρω έως τσι 20 τού Αυγούστου... δίχως άλλη διαφορά», έγγραφο τού 1665)αρχ.-μσν.έξαλλη κατάσταση, παραφροσύνη, ψυχοπάθεια («διαφορά διανοίας»)μσν.1. διάκριση ανάμεσα στη θεία κι ανθρώπινη φύση τού Χριστού (βλ. μονοφυσιτισμός, μονοθελητισμός)2. αντίρρηση («οὐδὲν πρέπει νὰ ἔχει διαφορὰν εἰς τοὺς μάρτυρας», Ασσίζες)αρχ.1. κίνηση εδώ κι εκεί («πεσσῶν διαφοραί», Ευρ. Αποσπάσματα)2. εξάρθρωση, εκτοπισμός3. ψηφοφορία σε συνέλευση («διαφορὰν ποιήσασθαι», επιγραφή)4. καθυστέρηση, αναβολή («ὅπως μὴ διαφορὰ τῆς καταγωγῆς τοῡ σίτου γένηται», πάπυρος)5. καταστροφή, όλεθρος, αφανισμός («τὴν ἐκ τοῡ κατακλυσμοῡ διαφορὰν ἐνίκησεν ἂν ἡ τοῡ λόγου φορά», Βασίλειος Σελευκείας, Λόγοι)6. φρ. «ἐν διαφορᾷ καταστῆναί τινι» — έρχομαι σε δίκη, φιλονικία.
Dictionary of Greek. 2013.